έχμα

έχμα
τὸ (Α ἔχμα)
καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο δοκούς
2. ναυτ. μικρό τεμάχιο από ισχυρό σχοινί με το οποίο συγκρατείται κάτι στο κατάστρωμα τού πλοίου, κν. μπότσος
αρχ.
1. καθετί που συγκρατεί κάτι στερεά ή πίσω, το κώλυμα, το εμπόδιο («χερσὶ μάκελλαν ἔχων ἀμάρης ἐξ ἔχματα βάλλων», Ομ. Ιλ.)
2. καθετί που χρησιμεύει για υπεράσπιση, οχύρωση, άμυνα εναντίον κάποιου
3. φρ. α) «ἔχματα πέτρης» — τα στηρίγματα τού βράχου
β) «ἔχματα νηῶν» — τα δοκάρια με τα οποία κρατιόταν όρθιο το πλοίο όταν ανασυρόταν στην ξηρά
γ) «ἔχματα γαίης» — τα προσκολλημένα στις ρίζες τού δέντρου χώματα που τό συγκρατούν στερεά στη γη
δ) (για τους μυς τού σώματος) «ἔχματα γούνων» — τα στηρίγματα τών γονάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. έχ-μα < έχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔχμα — that which holds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχμάσαι — ἐχμά̱σᾱͅ , ἐχμάζω hold fast fut part act fem dat sg (doric) ἐχμάζω hold fast aor inf act ἐχμάσαῑ , ἐχμάζω hold fast aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχμασι — ἔχμα that which holds neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχματα — ἔχμα that which holds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχματος — ἔχμα that which holds neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχμάτιο — το [έχμα] ναυτ. 1. (υποκορ. τού έχμα) μικρό έχμα, μικρός μπότσος 2. πλεκτή ζώνη με την οποία στερεώνεται η λέμβος στις επωτίδες ή στους υποστάτες, το μποτσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. εχμάτ ιον (< έχμα, έχματ ος)] …   Dictionary of Greek

  • εχμάζω — (ΑΜ ἐχμάζω) [έχμα] νεοελλ. ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω μσν. αρχ. κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω …   Dictionary of Greek

  • έχμαση — η [εχμάζω] η στερέωση και συγκράτηση με έχμα, το μποτσάρισμα …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • εχμός — ἐχμός, ὁ (Μ) το έχμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχ μός < έχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”